- Ομάλα
- Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 350 μ.) στην πρώην επαρχία Μυλοποτάμου του νομού Ρεθύμνης.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ὁμαλά — ὁμαλός even neut nom/voc/acc pl ὁμαλά̱ , ὁμαλός even fem nom/voc/acc dual ὁμαλά̱ , ὁμαλός even fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ομαλά — επίρρ. τροπ., κανονικά, με ομαλό τρόπο, σύμφωνα με κανόνες: Το ρήμα κλίνεται ομαλά … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Ομαλά — Κοινότητα της επαρχίας Κραναίας του νομού Κεφαλληνίας … Dictionary of Greek
ὁμαλάς — ὁμαλά̱ς , ὁμαλός even fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Omala — Landgemeinde Omala (1973–2010) Κοινότητα Ομαλών (Ομαλά) … Deutsch Wikipedia
Omala, Greece — Omala Ομαλά Location … Wikipedia
Πελοπόννησος — I Ιστορική και γεωγραφική περιοχή της Ελλάδας, η νοτιότερη και μεγαλύτερη χερσόνησος της χώρας και η νοτιότερη της Ευρώπης. Εκτείνεται μεταξύ των παραλλήλων 38° 20’ (ακρωτήριο Δρέπανο) και 36° 23’ (ακρωτήριο Ταίναρο) και των μεσημβρινών 210° 10’… … Dictionary of Greek
αστροναυτική — Επιστήμη η οποία οφείλει την ανάπτυξή της στην προσπάθεια κατάκτησης του Διαστήματος. Η α. είναι το σύνολο των θεωρητικών ερευνών και των πρακτικών εφαρμογών σχετικά με την κίνηση οχημάτων στο Διάστημα, που ξεκινούν από τη Γη, προωθούνται με… … Dictionary of Greek
επίπεδος — η, ο (AM επίπεδος, ον) αυτός που έχει ομαλή επιφάνεια, χωρίς εσοχές ή προεξοχές, πεδινός, ομαλός («γεώδης δ’ ἧν πᾱσα καὶ πλὴν ὁλίγων ἐπίπεδος ἄνωθεν», Πλάτ.) νεοελλ. 1. (γεωμ.) «επίπεδη επιφάνεια» η επιφάνεια πάνω στην οποία προς οποιαδήποτε… … Dictionary of Greek
κρήτη — I Νησί (8.331 τ. χλμ., 601.131 κάτ.) της νοτιοανατολικής Μεσογείου, σε απόσταση περίπου 100 χλμ. ΝΑ της Πελοποννήσου. Πρόκειται για το μεγαλύτερο σε έκταση νησί της Ελλάδας (δεύτερο είναι η Εύβοια με έκταση 3.658 τ. χλμ.), το πέμπτο της Μεσογείου … Dictionary of Greek